49 χρόνια συμπληρώθηκαν από την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Όλα αυτά τα χρόνια έχουν εκδοθεί επανειλημμένως ψηφίσματα καταδίκης της εισβολής από τον ΟΗΕ και από άλλους Οργανισμούς αλλά και κυβερνήσεις.
Όλα φυσικά χωρίς την παραμικρή επίπτωση σε βάρος της Τουρκίας. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά έχει αναγκαστεί να συρθεί σε διάλογο και ατέρμονες και αδιέξοδες συζητήσεις με τον εισβολέα, υπό το βάρος της κατοχής και της παρουσίας των τουρκικών στρατευμάτων στη μεγαλόνησο.
Λογικό είναι οι εξελίξεις αυτές να έχουν αποθρασύνει ακόμη περισσότερο την Τουρκία, να έχει προωθήσει τις θέσεις της, στρατιωτικά και πολιτικά, και να μιλά ακόμη και σήμερα διά στόματος του προέδρου της, Ταγίπ Ερντογάν, για «την γιορτή ειρήνης και ελευθερίας» στην οποία ανακοίνωσε πως θα παραστεί την 20ή Ιουλίου στο κατεχόμενο τμήμα της Λευκωσίας.
Πώς όμως να μη μιλάνε οι Τούρκοι για «ειρηνευτική επιχείρηση», όταν έχουμε βγάλει οι ίδιοι τα μάτια μας; Ο ίδιος ο τότε αρχιεπίσκοπος και ανατραπείς πρόεδρος της Κύπρου, Μακάριος Γ´, στην ομιλία του στον ΟΗΕ, την 19η Ιουλίου 1974, αναφέρθηκε οκτώ φορές στην «εισβολή», όπως την αποκάλεσε, της Ελλάδας στην Κύπρο, τονίζοντας χαρακτηριστικά τα εξής:
«Το πραξικόπημα δεν έγινε υπό συνθήκες τέτοιες, που να το καθιστούν εσωτερικό ελληνοκυπριακό ζήτημα. Πρόκειται σαφώς για εισβολή εκ των έξω, μαζί με κατάφωρη παραβίαση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Δημοκρατίας τής Κύπρου. Το λεγόμενο πραξικόπημα είναι δημιούργημα των Ελλήνων αξιωματικών, που αποτελούν και διοικούν την εθνοφρουρά. (…) Δεν υπήρξε επανάσταση στην Κύπρο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί εσωτερική υπόθεση. Υπήρξε εισβολή, πού παραβίασε την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και η εισβολή συνεχίζεται, και θα συνεχίζεται όσο θα υπάρχουν Έλληνες αξιωματικοί στην Κύπρο. Οι συνέπειες της εισβολής αυτής θα είναι καταλυτικές για την Κύπρο, εάν δεν επανέλθουμε στην συνταγματική ομαλότητα και εάν δεν αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες» (ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας του Μακαρίου περιέχεται στο αποκαλυπτικό βιβλίο του βετεράνου πολεμιστή στον πόλεμο της Κύπρου, Νικολάου Αργυρόπουλου, με τίτλο «Οι ένοχοι», εκδ. περιοδικού «Ενδοχώρα»).
Με την τοποθέτησή του αυτή, ο Μακάριος Γ´ ουσιαστικά κάλεσε τις εγγυήτριες δυνάμεις να επέμβουν για την «αποκατάσταση της ομαλότητας». Ποιες, όμως, «εγγυήτριες δυνάμεις»; Η μία ήταν η Ελλάδα, που κατηγορείτο όμως από τον ίδιο ως «εισβολέας». Η δεύτερη ήταν η Αγγλία, που είχε όμως ήδη βάσεις στην Κύπρο και τον είχε ήδη βοηθήσει να αναχωρήσει από την Κύπρο («Είμαι ευγνώμων στη βρετανική κυβέρνηση, που μου χορήγησε ελικόπτερο, το οποίο με μετέφερε από την Πάφο στις βρετανικές βάσεις, και αεροπλάνο από τις βάσεις στο Λονδίνο, μέσω Μάλτας», είχε πει προηγουμένως στην ομιλία του). Και η τρίτη ήταν, φυσικά, η Τουρκία, που εισέβαλε … μία μέρα μετά, ύστερα δηλαδή από την έμμεση πλην σαφή προτροπή του Μακαρίου!
Το ερώτημα, που εύλογα γεννάται, είναι το εξής: Τρεις ημέρες μετά την εισβολή του Αττίλα, και ενώ οι εισβολείς κατείχαν έναν μικρό θύλακα στο κυπριακό έδαφος, η κυβέρνηση Σαμψών παραιτήθηκε. Επομένως, η «συνταγματική ομαλότητα» επανήλθε. Τι ήταν αυτό που εμπόδιζε τον Μακάριο να επιστρέψει μετά βαΐων και κλάδων στο νησί, να ευχαριστήσει τις «εγγυήτριες δυνάμεις» για «τη συνεισφορά τους στην αποκατάσταση της δημοκρατίας» και όλα να τελειώσουν εκεί; Δεν το έκανε! Επέστρεψε τον Δεκέμβριο του 1974, όταν ήδη η Τουρκία κατείχε το 38% της Κύπρου και όταν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες στο ελεύθερο τμήμα της! Για όλα αυτά θα τολμήσει κάποτε να αποδώσει ευθύνες εκεί που πρέπει ο ιστορικός του μέλλοντος;