Η καθιέρωση της δίχρονης υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης στην πατρίδα μας, ήδη από το σχολικό έτος 2018 – 2019, ήταν κάτι που υποτίθεται πως θα αναβάθμιζε την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται στο νηπιαγωγείο, ενώ θα διευκόλυνε οικογένειες με οικονομικά προβλήματα που δεν θα μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους σε παιδικούς σταθμούς, τους οποίους παράλληλα θα αποσυμφόριζε. Όλα λοιπόν φαίνονταν ιδανικά, αφού παράλληλα εισακουγόταν και ένα μακροχρόνιο αίτημα εκπαιδευτικών, παιδαγωγών και γονέων.
Δυστυχώς όμως, όπως τα περισσότερα πράγματα στην Ελλάδα, το εγχείρημα προσέκρουσε στην έλλειψη υποδομών και στην γραφειοκρατία του ελληνικού κράτους. Πώς, αλήθεια, θα λειτουργούσε η προσχολική εκπαίδευση χωρίς τους κατάλληλους χώρους διδασκαλίας; Πόσο χρόνο είχαν οι Δήμοι της χώρας μας προκειμένου να προετοιμαστούν για την αντιμετώπιση των αναγκών που δημιουργήθηκαν;
Είδαμε έτσι, πρωτόγνωρες καταστάσεις, που μόνο αισθήματα ντροπής δημιουργούν, όταν λ.χ. βλέπει κάποιος παιδάκια τεσσάρων έως έξι χρόνων να αποκτούν τα πρώτα σχολικά βιώματά τους μέσα σε προκατασκευασμένους οικίσκους – κοντέινερ, τύπου «ΚΙΒΟ», που τις περισσότερες φορές καταλαμβάνουν πολύτιμο χώρο από τις σχολικές αυλές, ή ακόμη να είναι αναγκασμένα να στεγάζονται σε χώρους σχολικών γυμναστηρίων ή αιθουσών πολλαπλών χρήσεων!
Και ενώ έχουν περάσει ήδη 5 χρόνια από την καθιέρωση της υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης και τον Σεπτέμβριο ξεκινά ο έκτος χρόνος υλοποίησής της, ελάχιστα είναι τα σχολικά συγκροτήματα που διαθέτουν τους κατάλληλους χώρους προκειμένου τα προνήπια να αποκτήσουν τις κατάλληλες γνώσεις και εμπειρίες σε ένα σχολικό περιβάλλον αντάξιο των απαιτήσεων που αρμόζουν στην ηλικία τους.
Παράλληλα, με σχετική οδηγία του Υπουργείου Παιδείας, στα αναβαθμισμένα ολοήμερα σχολεία καταργείται από τον Σεπτέμβριο η δυνατότητα των γονέων να παραλαμβάνουν τα παιδιά τους στις 3 το μεσημέρι και παραμένουν σε ισχύ μόνον οι αναχωρήσεις στις 4 και στις 5.30 μ.μ.
Το πρόβλημα που δημιουργείται είναι τεράστιο, αφού οι μισοί μαθητές των ολοήμερων σχολείων επιλέγουν την αναχώρησή τους στις 3 μ.μ. Οι λόγοι που οδηγούν τους γονείς τους σε αυτή την επιλογή είναι ότι συνήθως εργάζονται με σπαστό ωράριο και επομένως έχουν με την επιλογή αυτή λίγο χρόνο για τον εαυτό τους και τα παιδιά τους, ενώ μπορεί να είναι και γονείς που εργάζονται σε εργασίες κοντά στις σχολικές μονάδες, οπότε διευκολύνονται στο να παίρνουν τα παιδιά τους αμέσως μετά τη λήξη της εργασίας τους. Ακόμη, υπάρχουν περιπτώσεις γονέων που έχουν προγραμματισμένες υποχρεώσεις και δραστηριότητες μέσα στην ημέρα και πρέπει να παίρνουν τα παιδιά τους τη συγκεκριμένη ώρα.
Το πιο εξοργιστικό είναι ότι ο αρμόδιος Γ.Γ. του Υπουργείου, σε σχετική επισήμανση που του έγινε για το πρόβλημα που δημιουργείται, ανέφερε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά, αφού το μέτρο αυτό αφορά μόνο τα αναβαθμισμένα ολοήμερα σχολεία. Το μέγεθος της πρόκλησης γίνεται σαφές, αν αναλογιστεί κανείς ότι από τα 128 ολοήμερα σχολεία, λ.χ., της Θεσσαλονίκης, αναβαθμισμένα είναι τα … 127! Αν αυτό δεν αποτελεί ειρωνεία, αποπροσανατολισμό και απαξίωση σε βάρος των γονέων, τότε πραγματικά δυσκολεύομαι να βρω άλλη λέξη για να το χαρακτηρίσω.
Όταν αδυνατεί μία κυβέρνηση να δώσει λύσεις σε απλά λειτουργικά ζητήματα που ταλανίζουν μαθητές, γονείς και εργαζομένους στον χώρο της Παιδείας, τότε όλα αυτά τα μεγαλεπήβολα που ακούστηκαν προεκλογικά για αναβάθμιση των Επαγγελματικών Λυκείων, για ενίσχυση του θεσμού της μαθητείας, για πιστοποιητικά γλωσσομάθειας και ψηφιακών δεξιοτήτων, για επέκταση των προτύπων και πειραματικών σχολείων, για ειδικά προγράμματα κατά του σχολικού εκφοβισμού κ.λπ., μάλλον φαντάζουν ως υποσχέσεις κενές περιεχομένου.